Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



αναστολέας


Ερμηνεία:

Αυτός που αναστέλλει τη ή ανακόπτει τη δράση ή ενέργεια ή αποτέλεσμα μιας ουσία ή φαρμάκου ή μεταβολικής οδού.

 

 



Ετυμολογία:

αναστολεύς, του αναστολέος < αναστέλλω (σταματώ, ανακόπτω, διακόπτω, αναβάλλω, ακυρώνω

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

NF-κB inhibitor reverses temozolomide resistance in human glioma TR/U251 cells. Wang X, Jia L, Jin X, Liu Q, Cao W, Gao X, Yang M, Sun B. Oncol Lett. 2015 Jun;9(6):2586-2590. Epub 2015 Apr 21.

Παραδείγματα: selective serotonin reuptake inhibitors εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης

proton pump inhibitor, αναστολέας αντλίας πρωτονίων



Συνώνυμα:



 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φαρμακολογία: